- συνένοχος
- -η, -ο, Ν1. ο από κοινού ένοχος για κάτι2. (νομ.) αυτός που έχει ποινική ευθύνη για αξιόποινη πράξη ως συναυτουργός ή συνεργός.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ένοχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνένοχος — η, ο αυτός που είναι ένοχος μαζί με άλλον: Απέκρυψε τους συνενόχους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμεταίτιος — ον, Α συνένοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταίτιος «συναίτιος, συνένοχος»] … Dictionary of Greek
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
κοινωνός — ο, η (AM κοινωνός, ὁ, ἡ) αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, μέτοχος, σύντροφος, συνέταιρος, συμμέτοχος νεοελλ. αυτός που έχει γνώση κάποιου πράγματος, που έχει εμπειρία πάνω σε κάτι, γνώστης, έμπειρος («τόν κατέστησε κοινωνό τής υποθέσεως») αρχ. 1 … Dictionary of Greek
μεταίτιος — μεταίτιος, ον, θηλ. και ία (Α) συναίτιος, συνυπεύθυνος, συνένοχος («τοὺς... μεταιτίους τοῡ φόνου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αἴτιος (πρβλ. φιλ αίτιος)] … Dictionary of Greek
παραίτιος — α, ο / παραίτιος, ον, Α θηλ. και ία, ΝΜΑ ο αίτιος, ο υπεύθυνος για κάτι εν μέρει ή απόλυτα, υπαίτιος αρχ. συνεργός εγκλήματος, συνένοχος («ἐτιμωρήσατο δὲ καὶ ὅσοι τοῡ φόνου παραίτιοι καθεστήκεσαν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αἴτιος] … Dictionary of Greek
συγκατάκριτος — ον, Μ [συγκατακρίνω] 1. αυτός που έχει καταδικαστεί μαζί με άλλον 2. συνεκδ. συνένοχος … Dictionary of Greek
συναγωνιστής — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναγωνιστάς Α, και θηλ. συναγωνίστρια Ν [συναγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται από κοινού με άλλον, αγωνιστής σε κοινό αγώνα και για κοινό σκοπό, σύμμαχος, συμμαχητής νεοελλ. αυτός που συναγωνίζεται κάποιον, αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
συνενοχή — η, Ν 1. ενοχή πολλών ατόμων για την ίδια αιτία 2. (νομ.) κοινή υπαιτιότητα σε αξιόποινη πράξη («αποδείχθηκε η συνενοχή του στο έγκλημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνένοχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ε. Β. Δελβινιώτη] … Dictionary of Greek
σύνοιδα — και αττ. τ. ξύνοιδα Α [οἶδα] 1. έχω συνείδηση, επίγνωση κάποιου πράγματος («τί φῄς; ξυνειδὼς οὐ φράσεις;», Σοφ.) 2. έχω συνείδηση, γνωρίζω ενδόμυχα κάτι (α. «ξύνοιδ ἐμαυτῇ πολλά δείν », Αριστοφ. β. «ὅταν καὶ μηδὲν σαυτῷ συνειδῇς ἐξαμαρτάνων»,… … Dictionary of Greek